σογιάλευρο

σογιάλευρο
το, Ν
χημ. πολύτιμο προϊόν, πλουσιότατο σε πρωτεΐνες, το οποίο λαμβάνεται με κατεργασία τών σπερμάτων τής σόγιας και χρησιμοποιείται για τη διατροφή τών ανθρώπων και τών ζώων, για την παρασκευή γάλατος, για τον εμπλουτισμό τών αλλαντικών σε πρωτεΐνες, ακόμη και για την παρασκευή τεχνητού κρέατος που έχει εμφάνιση, άρωμα και γεύση πανομοιότυπα με τού φυσικού κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σόγια + αλεύρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”